- αντρομίδα
- ηχοντρό μάλλινο κλινοσκέπασμα με ωραία σχέδια και ζωηρά χρώματα: Για να σκεπαστεί του 'δωσαν μιαν άβαλτη αντρομίδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντρομίδα — η πολύχρωμο μάλλινο στρωσίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ενδρομίς ( ίδος) «ένδυμα λουτρού, είδος παπουτσιού»] … Dictionary of Greek